- ιδιοσυντήρητος
- -η, -οπου συντηρείται από δικούς του πόρους, αυτοσυντήρητος: Ιδιοσυντήρητο ίδρυμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιδιοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται με δικούς του πόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + συντήρητος (< συντηρούμαι), πρβλ. αυτο συντήρητος, μισθο συντήρητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek